ἀμοιβαδίς

ἀμοιβαδίς
ἀμοιβ-ᾰδίς, Adv., ([etym.] ἀμοιβή)
A by turns, alternately, ἀ. ἄλλοθεν ἄλλος one after another, Theoc.1.34;

ἀ. ἀνέρος ἀνὴρ ἑζόμενος A.R.4.199

, cf. Nonn.D.24.227:—also [suff] ἀμοιβ-αδόν, Parm.1.19, A.R.2.1226, Ti.Locr.68e, Them.Or.17.215b, Agath.2.21.
II in turn, again, Epigr.Gr.998.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμοιβαδίς — ἀμοιβαδὶς επίρρ. (Α) [ἀμοιβή] αμοιβαία, εναλλάξ, διαδοχικά …   Dictionary of Greek

  • ἀμοιβαδίς — by turns indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμοιβή — η (Α ἀμοιβή) 1. ανταπόδοση, ανταμοιβή 2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία μσν. αρχ. αλλαγή, ανταλλαγή αρχ. 1. αποζημίωση 2. ποινή 3. εκδίκηση 4. απάντηση, απόκριση 5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή 5 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”